διάλειμμα

διάλειμμα
τό
1) перемена (в школе); 2) театр, антракт; 3) промежуток, перерыв, пауза;

κατά διάλειμμαείμματα — время от времени;

εκ διάλειμμαειμμάτων — с перерывами;

αποσβήνω το χρέος εκ διάλειμμαειμμάτων — выплачивать долг в рассрочку, по частям;

χωρίς διάλειμμα — без перерыва;

§ φωτεινό διάλειμμα — момент просветления, прояснение сознания


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "διάλειμμα" в других словарях:

  • διάλειμμα — interstice neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάλειμμα — το (AM διάλειμμα, ατος) [διαλείπω] (για χρόνο) προσωρινή παύση, προσωρινή διακοπή, ανάπαυλα νεοελλ. 1. (για σχολεία) διακοπή, ανάπαυλα ανάμεσα σε δύο μαθήματα 2. (σε θέατρο) χρονικό διάστημα ανάμεσα σε δύο πράξεις 3. φρ. «κατά διαλείμματα» με… …   Dictionary of Greek

  • διάλειμμα — το η σύντομη διακοπή μιας ενέργειας ή κατάστασης, η ανάπαυλα: Οι μαθητές περιμένουν το διάλειμμα με ανυπομονησία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαλειμμάτων — διάλειμμα interstice neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαλείμμασι — διάλειμμα interstice neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαλείμμασιν — διάλειμμα interstice neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαλείμματα — διάλειμμα interstice neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαλείμματι — διάλειμμα interstice neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαλείμματος — διάλειμμα interstice neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαλείμματ' — διαλείμματα , διάλειμμα interstice neut nom/voc/acc pl διαλείμματι , διάλειμμα interstice neut dat sg διαλείμματε , διάλειμμα interstice neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προδιαναπαύω — Α 1. επιτρέπω σε κάποιον να αναπαυθεί για λίγο προηγουμένως 2. μέσ. προδιαναπαύομαι αναπαύομαι για λίγο, κάνω διάλειμμα πριν να κάνω κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διαναπαύω «κάνω διάλειμμα αναπαύσεως»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»